Υπάρχουν μία ή περισσότερες θεραπευτικές επιλογές για τα εξαρτημένα άτομα;
Υπάρχουν πολλοί τύποι θεραπευτικών προγραμμάτων και διαφορετικές θεραπευτικές μέθοδοι που εφαρμόζονται για τα εξαρτημένα άτομα. Από πλευράς βασικής θεραπευτικής προσέγγισης συνήθως διακρίνουμε τα προγράμματα σε δύο μεγάλες κατηγορίες: α. τα "στεγνά" προγράμματα, δηλαδή τα προγράμματα εκείνα στα οποία το κύριο θεραπευτικό εργαλείο είναι η ψυχοκοινωνική θεραπεία, και β. τα προγράμματα υποκατάστασης, όπου το κύριο θεραπευτικό εργαλείο είναι η χρήση φαρμάκων που είτε υποκαθιστούν την ουσία εξάρτησης (π.χ. μεθαδόνη, βουπρενορφίνη) ή την ανταγωνίζονται (π.χ. ναλοξόνη, ναλτρεξόνη), ώστε να περιορίζουν ή και να μηδενίζουν την ανάγκη του ατόμου για τη χρήση της. Τα προγράμματα διαφέρουν επίσης ως προς το πλαίσιό τους (προγράμματα σε εξωτερική βάση και προγράμματα εσωτερικής παραμονής), καθώς και ως προς τη χρονική διάρκειά τους (από τρεις μήνες έως δύο χρόνια ή και περισσότερο για τα προγράμματα υποκατάστασης).
Είναι αποτελεσματική η θεραπεία για τα εξαρτημένα άτομα;
Θα πρέπει, πριν απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, να ορίσουμε τι εννοούμε θεραπεία. Το θεραπευτικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην αποχή από τη χρήση ναρκωτικών. Ο στόχος της θεραπείας πρέπει να είναι ευρύτερος, όπως η δυνατότητα να λειτουργεί αποδοτικά το άτομο στις οικογενειακές, εργασιακές και άλλες κοινωνικές του υποχρεώσεις και δραστηριότητες.
Μελέτες έχουν δείξει ότι ο βαθμός και τα ποσοστά επιτυχίας της θεραπευτικής αντιμετώπισης των εξαρτημένων ατόμων είναι παρόμοια με εκείνα της θεραπείας άλλων χρόνιων ασθενειών όπως ο διαβήτης, η υπέρταση, το άσθμα.
Συγκεκριμένα, η θεραπεία μειώνει τη χρήση ναρκωτικών κατά περίπου 40%-60%, ενώ περιορίζει σημαντικά τα προβλήματα υγείας, καθώς και την εγκληματικότητα κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της θεραπείας.
Η θεραπεία της εξάρτησης αποτελεί πρόληψη και από άλλες νόσους;
Οι ενδοφλέβιοι χρήστες ναρκωτικών διατρέχουν υψηλό κίνδυνο μόλυνσης από λοιμώδη νοσήματα όπως το AIDS, η ηπατίτιδα, η φυματίωση. Επιπλέον αποτελούν την κύρια πηγή μετάδοσης των νοσημάτων αυτών και προς το γενικό πληθυσμό.
Μελέτες έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι ενδοφλέβιοι χρήστες εκτός θεραπείας διατρέχουν έξι φορές υψηλότερο κίνδυνο να μολυνθούν από τον ιό του AIDS συγκριτικά με χρήστες που παρακολουθούν θεραπευτικά προγράμματα.
Από τι εξαρτάται η αποτελεσματικότητα της θεραπείας;
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα εξαρτάται από το είδος της θεραπείας, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ικανοποιητική διάρκεια παραμονής στο πρόγραμμα (το λιγότερο τρεις μήνες για τα στεγνά και δώδεκα για τα προγράμματα υποκατάστασης), το μέγεθος και τη φύση των προβλημάτων του εξαρτημένου, το βαθμό ενεργού συμμετοχής του στο πρόγραμμα.
Κανένας τύπος θεραπείας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός για όλα τα άτομα. Είναι σημαντικό, για το λόγο αυτό, να γίνεται προσπάθεια επιλογής του κατάλληλου θεραπευτικού προγράμματος που ταιριάζει στις ανάγκες του κάθε εξαρτημένου.
Για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία πρέπει να καλύπτει όχι μόνο τις ανάγκες απεξάρτησης από τις ουσίες, αλλά και μια σειρά από άλλες ανάγκες του άτομου, όπως σωματικής και ψυχικής υγείας, καθώς και τα κοινωνικά, επαγγελματικά και νομικά προβλήματά του.
Είναι αναγκαίο να υπάρχει άμεσα διαθέσιμη θεραπεία. Αν το αίτημα για θεραπεία ενός ατόμου δεν ικανοποιηθεί άμεσα, είναι πολύ πιθανό να χαθεί η ευκαιρία για το άτομο αυτό.
Τέλος, η επιτυχία στη θεραπεία σημαίνει για πολλά εξαρτημένα άτομα αρκετά μακρόχρονη διάρκεια και περισσότερες από μία θεραπευτικές προσπάθειες. Όπως για άλλες χρόνιες παθήσεις, είναι δυνατόν, μετά από επιτυχή θεραπεία, να υπάρξουν υποτροπές στη χρήση ναρκωτικών. Στις περιπτώσεις που τα άτομα επανέρχονται στη θεραπεία περισσότερες από μία φορές, το αποτέλεσμα των θεραπευτικών παρεμβάσεων είναι συνήθως αθροιστικό.
Για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία πρέπει αυτή να αποτελεί επιλογή και επιθυμία του ατόμου;
Όχι. Είναι αποδεδειγμένο ότι η αναγκαστική υποβολή σε θεραπεία από την οικογένεια ή από τον εργοδότη ή από το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης αυξάνουν τον αριθμό αυτών που εντάσσονται σε θεραπεία και παρακολουθούν ένα θεραπευτικό πρόγραμμα, καθώς και την επιτυχή τελικά έκβαση της θεραπείας.
Γιατί τα εξαρτημένα άτομα δεν κατορθώνουν να απεξαρτηθούν από μόνα τους;
Σχεδόν όλα τα εξαρτημένα άτομα νομίζουν αρχικά ότι μπορούν να σταματήσουν τη χρήση ναρκωτικών από μόνα τους, όταν το θελήσουν. Στην πραγματικότητα δεν το κατορθώνουν. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι η μακρόχρονη χρήση ναρκωτικών επιφέρει μεταβολές στη λειτουργία του εγκεφάλου, μία από τις επιπτώσεις των οποίων είναι η έντονα πιεστική ανάγκη του ατόμου να χρησιμοποιεί το ναρκωτικό, παρόλο που αναγνωρίζει τις συνέπειές του. Αυτός άλλωστε είναι και ο ορισμός της "εξάρτησης". Το βιολογικό αυτό υπόστρωμα της εξάρτησης υφίσταται για αρκετό καιρό και μετά τη διακοπή της χρήσης. Είναι αυτό που δυσκολεύει τη θεραπεία και ευθύνεται για τις συχνές υποτροπές στα εξαρτημένα άτομα. Ψυχολογικά στρες, ερεθίσματα από την παρελθούσα περίοδο της χρήσης, όπως η συνάντηση φίλων χρηστών ή άλλων σχετικών με τη χρήση συνθηκών, ακόμα και οσμών, μπορούν να έχουν επίδραση στο βιολογικό υπόστρωμα και να οδηγήσουν στην υποτροπή.
Ποιες οι ενδείξεις για τη θεραπεία με φαρμακευτικές ουσίες όπως η θεραπεία υποκατάστασης με μεθαδόνη;
Η φαρμακευτική θεραπεία με μεθαδόνη ή άλλες ουσίες (π.χ. βουπρενορφίνη, ναλτρεξόνη) χρησιμοποιείται με δύο διαφορετικούς στόχους. Ο ένας από αυτούς είναι με ολιγοήμερη χορήγηση που βοηθά στην ανώδυνη σωματική αποτοξίνωση, δηλαδή απαλλάσσει το άτομο από τα στερητικά συμπτώματα λόγω της διακοπής του ναρκωτικού. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η αποτοξίνωση αποτελεί μόνο το πρώτο στάδιο της θεραπείας ενός εξαρτημένου ατόμου και δεν προδικάζει τη θεραπευτική πρόγνωση. Ο δεύτερος στόχος είναι η χορήγηση της φαρμακευτικής ουσίας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και με προοδευτική μείωση έως και τη μηδένισή της, με αποτέλεσμα την πλήρη απεξάρτηση. Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, ακολουθεί η μακρόχρονη παράταση της φαρμακευτικής υποκατάστασης ("συντήρηση") με κύριο στόχο την αποφυγή της χρήσης της παράνομης ουσίας και των επιπτώσεών της και τη διευκόλυνση με τον τρόπο αυτό της ομαλής επαγγελματικής και κοινωνικής λειτουργίας του ατόμου.
Ενδείξεις για την ένταξη σε πρόγραμμα απεξάρτησης με τη βοήθεια φαρμακευτικής υποκατάστασης αποτελούν η μακρόχρονη εξάρτηση από οπιούχα (ηρωίνη) και η ανεπιτυχής προσπάθεια θεραπείας του εξαρτημένου ατόμου σε "στεγνά" προγράμματα.
Ενδείξεις για την ένταξη σε προγράμματα φαρμακευτικής υποκατάστασης-συντήρησης αποτελεί η αποτυχία πλήρους απεξάρτησης μετά από παραμονή άνω του έτους στο πρόγραμμα υποκατάστασης.
Μήπως στην πραγματικότητα οι φαρμακευτικές ουσίες υποκατάστασης αντικαθιστούν μια μορφή τοξικομανίας με μια άλλη;
Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται η μεθαδόνη ή άλλα φάρμακα τα κάνει να αποτελούν στην πραγματικότητα μια αποτελεσματική μορφή θεραπείας, υπό την ευρύτερή της έννοια, για την εξάρτηση από τα οπιοειδή. Οι φαρμακολογικές ιδιότητες αυτών των φαρμάκων διαφέρουν από αυτές της ηρωίνης. Η ηρωίνη προκαλεί σχεδόν αμέσως μετά τη λήψη της μια κατάσταση ευφορίας ("ανέβασμα"), που ακολουθείται σε σύντομο χρονικό διάστημα από μια "πτώση", με επακόλουθο την έντονη ανάγκη για επανάληψη της λήψης του ναρκωτικού. Η επανάληψη αυτής της εναλλαγής στη διάρκεια της ημέρας δημιουργεί μια συνεχή αστάθεια στην κατάσταση των εγκεφαλικών και σωματικών λειτουργιών. Αντίθετα, η μεθαδόνη και οι άλλες φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται με σκοπό τη θεραπεία, χαρακτηρίζονται από μακρύτερη χρονική διάρκεια έναρξης της δράσης, καθώς και αποδρομής. Έτσι το άτομο δεν υφίσταται το γρήγορο σκαμπανέβασμα που του δημιουργεί η λήψη της ηρωίνης. Η χρήση των φαρμάκων αυτών μειώνει σημαντικά την επιθυμία για ηρωίνη και μάλιστα έχει ως αποτέλεσμα να μπλοκάρει την ευφορική δράση της ηρωίνης. Τα άτομα σε θεραπεία με τα φάρμακα αυτά δεν υποφέρουν από τις ανωμαλίες στη σωματική λειτουργία και στη συμπεριφορά που δημιουργεί η απότομη εναλλαγή του επιπέδου της ηρωίνης στον οργανισμό των εξαρτημένων.
Ιδιαίτερα όταν η φαρμακευτική θεραπεία με υποκατάστατα συνδυάζεται με συμβουλευτική ή άλλες μορφές ψυχολογικής θεραπείας, τα αποτελέσματά της μεγιστοποιούνται.
Η χορήγηση ηρωίνης θα μπορούσε να υιοθετηθεί ως επίσημο μέτρο της πολιτείας για τη θεραπεία των εξαρτημένων ατόμων;
Τον τελευταίο καιρό γίνεται αρκετή συζήτηση για τη σκοπιμότητα χορήγησης ηρωίνης σε εξαρτημένα άτομα. Είναι γεγονός ότι η Αγγλία, η Ελβετία, η Δανία, η Γερμανία και η Ολλανδία εφαρμόζουν την πολιτική ιατρικής χορήγησης ηρωίνης. Στην υιοθέτηση της πολιτικής αυτής οδήγησε το γεγονός ότι στις χώρες αυτές υπάρχει μια γηράσκουσα ομάδα εξαρτημένων από οπιοειδή ενδοφλέβιων χρηστών, επιβαρυμένων με πολλαπλά προβλήματα υγείας και ιδιαίτερα με μολύνσεις από τον ιό του AIDS και άλλων λοιμωδών νοσημάτων και για τους οποίους όλο το φάσμα θεραπευτικών προσπαθειών, συμπεριλαμβανομένης της μεθαδόνης, απεδείχθη αναποτελεσματικό. Στην Αγγλία, αν και από αρκετά χρόνια υπάρχει από το νόμο η δυνατότητα συνταγογράφησης ηρωίνης σε εξαρτημένα άτομα από γιατρούς που έχουν λάβει άδεια από το κράτος, εντούτοις το μέτρο εφαρμόζεται στην πράξη ελάχιστα. Στην Ελβετία υιοθετήθηκε το μέτρο ευρύτερα, στο πλαίσιο μιας πολιτικής μείωσης της βλάβης και προστασίας της υγείας του γενικού πληθυσμού από τη μετάδοση μολύνσεων. Σημειώνεται ότι ο αριθμός των μολυσμένων από ΑIDS εξαρτημένων στη χώρα αυτή είναι πολύ υψηλός. Το μέτρο απευθύνεται σε περιορισμένο αριθμό εξαρτημένων, που επιλέγονται με αυστηρά κριτήρια, για τους οποίους άλλες θεραπείες, συμπεριλαμβανομένης της μεθαδόνης, έχουν αποτύχει. Στα άτομα αυτά η χορήγηση ηρωίνης γίνεται κάτω από αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραμονή των εξαρτημένων στο πρόγραμμα ηρωίνης ήταν 89% στους 6 μήνες, με αισθητή μείωση στο 66% στους 18 μήνες.
Θέση του ΟΚΑΝΑ στο θέμα της χορήγησης ηρωίνης είναι ότι όσο στη χώρα μας δεν υπάρχει κάλυψη όσων αιτούνται θεραπεία με υποκατάστατα δεν συντρέχει λόγος υιοθέτησης αυτού μέτρου.
Μπορούν η οικογένεια και οι φίλοι να βοηθήσουν στη θεραπεία ενός χρήστη;
Αυτό είναι ένα γεγονός. Η οικογένεια και οι φίλοι μπορούν να κινητοποιήσουν το άτομο να παρακολουθήσει ένα θεραπευτικό πρόγραμμα. Η παρουσία της οικογένειας συμβάλλει αποφασιστικά στο αποτέλεσμα της θεραπείας του εξαρτημένου, ιδιαίτερα του εφήβου.
Αξίζει να ξοδεύονται τόσα χρήματα για τη θεραπεία;
Οικονομικές μελέτες στις Η.Π.Α. έχουν δείξει ότι η θεραπεία των εξαρτημένων κοστίζει λιγότερο από το να μην υποβάλλονται τα άτομα σε θεραπεία ή να φυλακίζονται. Το κόστος φυλάκισης αποδεικνύεται περίπου τέσσερις φορές υψηλότερο από το κόστος της θεραπείας με μεθαδόνη. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι κάθε δολάριο που επενδύεται στα προγράμματα θεραπείας αποφέρει τέσσερα με επτά περίπου δολάρια οικονομία στο κόστος του συνδεόμενου με τα ναρκωτικά εγκλήματος και σε δαπάνες για την ποινική δικαιοσύνη. Αν περιληφθούν σε αυτά και οι δαπάνες για την υγεία, ο λόγος διαμορφώνεται στο 12 προς 1. Το οικονομικό όφελος μεγαλώνει και άλλο αν στα προηγούμενα οικονομικά οφέλη από τη θεραπεία περιληφθούν η αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς και η μείωση και άλλων επιπτώσεων της χρήσης, όπως των ατυχημάτων που έχουν ως αιτία τους τη χρήση ναρκωτικών.